- χρηματολογία
- η, Ν1. είσπραξη χρημάτων με εξαναγκασμό2. ως κύριο όν. Χρηματολογίααναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία για τη χρηματοδότηση τού απελευθερωτικού Αγώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Αλεξ. Κάλφογλου].
Dictionary of Greek. 2013.