χρηματολογία

χρηματολογία
η, Ν
1. είσπραξη χρημάτων με εξαναγκασμό
2. ως κύριο όν. Χρηματολογία
αναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία για τη χρηματοδότηση τού απελευθερωτικού Αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Αλεξ. Κάλφογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρηματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρηματολογία. επίρρ... χρηματολογικώς και χρηματολογικά Ν με χρηματολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Επ. Δεληγεώργη] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”